ζεματάω — και ζεματίζω ζεμάτισα, ζεματίστηκα, ζεματισμένος 1. μτβ., προκαλώ εγκαύματα με ζεστό υγρό: Με ζεμάτισε το λάδι. 2. βράζω κάτι: Ζεματίζω τα χόρτα. 3. μτφ., προξενώ βλάβη σε κάποιον, κυρίως οικονομική: Η κατάθεση αυτού του μάρτυρα τον ζεμάτισε. –… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… … Dictionary of Greek
ζεματώ — και ζεματάω [ζέμα] βλ. ζεματίζω … Dictionary of Greek
ζεματίζω — ζεματίζω, ζεμάτισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. ζεματάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζεματίζω — ισα, ίστηκα, ζεματισμένος, η, ο, βλ. ζεματάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεματώ — βλ. ζεματάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)